- κουννιγκάμια
- ηβοτ. γένος γυμνόσπερμων κωνοφόρων δέντρων που ανήκει στην οικογένεια ταξοδιίδες.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. cunninghamia < όνομα τών Αllan και Richard Cunningham. Άγγλων βοτανολόγων].
Dictionary of Greek. 2013.